μεσολαβῇ

μεσολαβῇ
μεσολαβέω
seize
pres subj mp 2nd sg
μεσολαβέω
seize
pres ind mp 2nd sg
μεσολαβέω
seize
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσολαβή — η 1. το πιάσιμο της μέσης με τα δύο χέρια. 2. το σφίξιμο της μέσης του αντιπάλου στο αγώνισμα της πάλης: Κέρδισε τον αγώνα με μεσολαβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσολαβή — η 1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια 2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο λαβή)] …   Dictionary of Greek

  • ημιμεσολαβή — η (γυμναστ.) μεσολαβή με το ένα μόνο χέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”